- κράση
- (Γραμμ.). Όρος της αρχαίας ελληνικής γραμματικής, που δηλώνει τη συγχώνευση του τελικού φωνήεντος ή διφθόγγου μιας λέξης με το αρχικό φωνήεν ή δίφθογγο της επόμενης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε δίφθογγο (παραδείγματος χάριν, τα άλλα > τλλα, το ελάχιστον > τολάχιστον). Σημείο της κ. είναι η κορωνίδα, όμοια με ψιλή () που τοποθετείται πάνω στο φωνήεν ή στον δίφθογγο που προήλθε από αυτήν. Στην αρχαιότητα χρησιμοποιούσαν τους όρους κ. και συναίρεση για το ίδιο γραμματικό φαινόμενο. Είναι γεγονός ότι και η κ., όπως η έκθλιψη και η συναίρεση, είναι μορφές του φαινομένου της συναλοιφής, αλλά η κ. διαφέρει βασικά από τη συναίρεση, γιατί συντελείται μεταξύ δύο λέξεων όταν συνεκφέρονται, ενώ η συναίρεση είναι μόνιμη. Η κ. ήταν σπάνια στον πεζό λόγο (ωγαθέ < ω αγαθέ, καγαθός < και αγαθός, καγώ < και εγώ, προύργου < προ έργου κλπ.). Αντίθετα, ήταν πολύ συνηθισμένη στον έμμετρο λόγο, ιδιαίτερα στους κωμικούς ποιητές και στους τραγικούς ή στον Όμηρο. Διαφορές παρατηρούνται στο φαινόμενο της κ. και ανάμεσα στις διάφορες αρχαίες ελληνικές διαλέκτους.
* * *η (AM κρᾱσις, -εως, Α ιων. τ. κρήσις)1. ανάμιξη ή συνένωση, σύνθεση δύο ή περισσότερων πραγμάτων, από την οποία προκύπτει νέο σύνθετο πράγμα που έχει τις ιδιότητες τών συνθετικών του (α. «κράση μετάλλων» β. «κρᾱσις ἡ τοῡ οἴνου πρὸς τὸ ὕδωρ», Ευστ.γ. «τὴν δευτέραν γε κρᾱσιν ἥρωσιν νέμω», Αισχύλ.δ. «χρωμάτων ἀκριβῆ τὴν κρᾱσιν... ποιήσασθαι», Λουκιαν.)2. η ιδιαίτερη φυσική διάθεση κάθε ανθρώπου, η ιδιοσυγκρασία και η ιδιοσυστασία (α. «έχει γερή κράση» β. «είναι μελαγχολική κράση» γ. «κρᾱσις σώματος», Αριστοτ.)3. γραμμ. η συγχώνευση τού ληκτικού φωνήεντος ή τής ληκτικής διφθόγγου μιας λέξης με το αρκτικό φωνήεν ή την αρκτική δίφθογγο τής επομένης σε ένα μακρό φωνήεν ή σε μια δίφθογγο με τρόπο ώστε από τις δύο λέξεις μετά την κράση να δημιουργείται μόνο μία, π.χ. τὸ ἐλάχιστον - τοὐλάχιστον, ὁ ἀνήρ - ἁνήρ, τοι ἄρα - τἆρααρχ.1. η κατάσταση, η θερμοκρασία τού αέρα («κρᾱσιν ὑγρὰν οὐκ ἔχων αἰθήρ», Πολυδ.)2. συνδυασμός, ένωση («μουσικῆς καὶ γυμναστικῆς κρᾱσις», Πλάτ.)3. φρ. «ἡ κρῆσις τῶν ὡρέων» — το εύκρατο κλίμα (Ιπποκρ.)4. γραμμ. η συναίρεση.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κρᾱ- (πρβλ. ἐ-κρά-θην, παθ. αόρ. τού κεράννυμι), που εμφανίζει μηδενισμένη (στο α' φωνήεν) και απαθή βαθμίδα (στο β' φωνήεν) τής δισύλλαβης ΙΕ ρίζας *kerā- «αναμιγνύω» (βλ. και κεράννυμι) + επίθημα -σις (πρβλ. θλά-σις, κλά-σις)].
Dictionary of Greek. 2013.